προκαταπαύω

προκαταπαύω
προκατα-παύω,
A cause to cease before, τινος from . . , Lib.Or.18.99; but π. [τινὰ] ροῦ συμμέτρου before the moderate amount, Gal.6.286.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προκαταπαύω — Α [καταπαύω] 1. κάνω να σταματήσει κάτι εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῡσαι τοῡ φρονήματος», Λιβάν.) 2. καταπαύω, σταματώ προτού να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῡ συμμέτρου», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”